καλλιόπη

καλλιόπη
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν η πρώτη από τις εννέα Μούσες (βλ. λ.), κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μητέρα του Ορφέα και του Λίνου. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προστάτιδα της ποίησης, ιδιαίτερα της επικής. Μνημονεύεται από τον Ησίοδο ως η σπουδαιότερη από τις Μούσες («η δε προφερεστάτη εστίν απάσεων»).
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 334 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στο μέσο του ανατολικού τμήματος του νησιού, 35 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μούδρου του νομού Λέσβου.
III
Δεκαπενθήμερο περιοδικό, το οποίο ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1819 από τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, καθηγητή ελληνικών στην Ακαδημία Ανατολικών Γλωσσών. Τυπωνόταν στα τυπογραφεία Χίρσφελντ και είχε 58 σελίδες. Στον υπότιτλο αναφερόταν η φράση «Αγγελίας φιλολογικάς επαγγέλλεται περιοδικώς αναγγέλλειν». Το περιοδικό δημοσίευε φιλολογικές μελέτες, κριτικές, ποιήματα, επιστημονικά και εκπαιδευτικά νέα του ελληνισμού. Στο πρώτο φύλλο του δημοσιεύθηκε έρευνα με τίτλο Ιστορία εφημερίδων, η οποία αφορούσε τις ελληνικές εφημερίδες που είχαν εκδοθεί κατά καιρούς κυρίως στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε στις 15 Μαΐου 1821.
* * *
η (AM καλλιόπη)
ως κύριο όν. Καλλιόπη
η πρώτη από τις εννέα μούσες, η μούσα τού έπους
νεοελλ.
κωμική ονομασία για τα αφοδευτήρια
αρχ.
(ως επίθετο τής Ηχούς) αυτή που έχει ωραία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -όπη (< θ. -ὀπ-, πρβλ. ὄπωπα, ὀπ-τός, ὄμ-μα (< *ὄπ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καλλιόπη — Calliope fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιόπῃ — Καλλιόπη Calliope fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιόπη — η όνομα μίας από τις εννέα Μούσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεχαγιά, Καλλιόπη — (Προύσα 1839 – 1905). Λόγια και παιδαγωγός. Το 1850 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ και στο Αρσάκειο. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Γουόλτερ του Λονδίνου και επέστρεψε στην Αθήνα μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλεξοπούλου, Καλλιόπη — (Πάτρα 1809 – Ναύπλιο 1899). Αξιόλογη φυσιογνωμία Ελληνίδας των πρώτων χρόνων μετά την απελευθέρωση. Η Κ.Π. ήταν κόρη του Ανδρέα Καλαμογδάρτη. Ο Καλαμογδάρτης, όταν άρχισε η Επανάσταση, έστειλε την οικογένειά του στην Αγκόνα της Ιταλίας, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιόπηι — Καλλιόπῃ , Καλλιόπη Calliope fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Каллиопа — (Καλλίοπη) одна из 9 муз, прекрасноголосая , первая из дочерей Зевса и Мнемозины, самая уважаемая между сестрами, спутница царей и покровительница сопровождающих их певцов, воспевающих подвиги героев давних лет; чаще всего представляется… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Καλλιοπείης — Καλλιόπη Calliope fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιοπείῃ — Καλλιόπη Calliope fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιόπεια — Καλλιόπη Calliope fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”